Η
αναμέτρηση της κινηματογραφικής διαδικασίας με την απόδοση τραυματικών
ιστορικών στιγμών που έπληξαν τη συλλογική μνήμη ενός λαού, συνιστά ένα
από τα πιο «ενδιαφέροντα» εγχειρήματα της 7
ης τέχνης, γιατί
ουσιαστικά τίθεται σε αμφισβήτηση η μεγάλη δύναμη του κινηματογράφου,
που δεν είναι άλλη από την οπτικοακουστική καταγραφή της
πραγματικότητας. Ταινίες όπως η
Νύχτα και Ομίχλη (1955) του Alain Resnais, ή
Shoah
(1985) του Claude Lantzmann, σφράγισαν την ιστορία του κινηματογράφου
αποτελώντας αποφασιστικές αισθητικές προτάσεις, γιατί αποκάλυψαν την
εκπληκτική δύναμη που έχει το σινεμά όταν καταφέρνει να αγγίξει αυτό που
θα ονομάζαμε «
τα όρια του οπτικού». Πώς, δηλαδή, οι
σκηνοθέτες αυτοί, αμφισβητώντας τη βαθιά ριζωμένη πίστη του θεατή που
ορίζει το οπτικό ως ρεαλιστικό εγγυητή του αφηγούμενου γεγονότος,
πρότειναν μια γραφή η οποία κατάφερε, μέσα από την αμφιβολία που
επέδειξε έναντι της εικόνας ως «απόδειξη», να επικοινωνήσει μια
πραγματικότητα που ξεπερνούσε τον ίδιο της τον εαυτό.
Η μη-αναστρέψιμη ρήξη μεταξύ του οπτικού και του πραγματικού των παραπάνω ταινιών, αλλά και άλλων
[1],
επήλθε ως αποτέλεσμα της απροκάλυπτης περιφρόνησης που επέδειξαν
αναφορικά με τη συνήθη χρήση του αρχείου ως αποδεικτικό στοιχείο, ή με
την αναπαράσταση ως ηθικά επιτρεπτή πρόταση. Κλίνοντας προς μια γραφή
αλληγορική, θραυσματική, μέσω της οποίας η ιστορική γραφή θα ενσωμάτωνε
το «παρόν» και δε θα περιορίζονταν στην ανασκαφή του παρελθοντικού
«ήταν» ή «έγινε» του γεγονότος (μέσα σε μία μπενγιαμινική λογική), οι
ταινίες αυτές αποτέλεσαν φιλμικά παραδείγματα που έστρεψαν την πλάτη
τους έναντι της κατασκευής ενός
ημερολογιακού χρονικού ή, αλλιώς, μιας κινηματογραφικής
αναδρομής,
οι οποίες θα καθορίζονταν από ένα στοίβαγμα περιγραφών και ημερομηνιών.
Υιοθέτησαν έτσι μια τολμηρή κινηματογραφική (σ)τάση, που θα ορίζονταν
έκτοτε, από μια «ηθική του βλέμματος» (Rollet, 2011 - Delfour, 2000 –
Rivette, 1961), θα καθιστούσε τις ταινίες αυτές, ως ταινίες «μέσα» στην
Ιστορία, και όχι ως ιστορικά φιλμ – ντοκιμαντέρ (Lindeperg, 2007).