http://www.poiein.gr/
ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Ἐσὺ βραδιά, ποὺ ἄπλωσες γύρω τὰ μαῦρα σου φτερά,
κι’ εἶσαι μονάχος σύντροφος στοῦ κήπου τὴ βεράντα,
ἔλα νὰ κλάψουμε μαζὶ τὰ νιᾶτα σὰν τὰ κρύα τὰ νερὰ
ποὺ εἶχα δικά μου κάποτες καὶ τἄχασα γιὰ πάντα!
Κι’ ἐσύ, φεγγάρι, ποὺ περνᾶς μέσα στὰ σύννεφα γοργά,
κι’ ὅλα τὰ λούζεις στὸ ἄϋλο φῶς καὶ στὰ ἀσημένια κάλλη
Κάποιας ζωῆς ἀπόκοσμης, τώρα, ποὺ ἡ νύχτα ἀναριγᾶ,
πές μου, φεγγάρι, τὰ παλιὰ δὲ θὰ ξανάρθουν πάλι;
Γύρω τριγύρω μου ἐρημιά… Σὲ νιώθω, τῆς ψυχῆς μου καημέ,
τόσο, ποὺ μέσα στὴ ζωὴ δὲ σ’ ἔνιωσα ποτέ μου!…
Εἶσαι μιὰ θλίψη ὁλότρεμη καὶ μιὰ πικρὴ λαχτάρα, –ὠϊμέ!–
σὰ σιγανὸ μὲς στὰ κλαριὰ ψιθύρισμα τοῦ ἀνέμου…
Τίποτα! Μόνο ἐρείπια μιανῆς χαρᾶς πολὺ γοργῆς
κι’ ἕνα τραγοῦδι μακρυνὸ στῆς νύχτας τὸ μυστήριο…
Καὶ συλλογιέμαι, τί μπορεῖ ἄλλο σ’ αὐτὴ τὴ μάταιη γῆς
ἔτσι βαθιά μου ν’ ἀντηχεῖ, –σαν πένθιμο ἐμβατήριο!
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 119-120, 1 & 15 Δεκ. 1931, σελ. 1255.
*
ΠΗΡΕΣ…
(Ἤσουν βαθειὰ ἡ κατάνυξη
μιᾶς νύχτας. Καὶ τὴν ἄνοιξη…)
Τώρα, μαζὶ στὴν ἄγρια μπόρα,
πῆρε ὁ χαμός σου ὅλα τὰ δῶρα.
Πῆρε τὰ κάτασπρα φτερά,
τὰ κρουσταλλένια τὰ νερά…
(Ἦταν σὰν τὰ ροδόφυλλα
τ’ ἀχνὰ κλειστὰ ματόφυλλα…)
Πῆρες τὰ κρῖνα, καὶ τὰ χέρια,
τὰ γαλανὰ τὰ καλοκαίρια.
Πῆρες τοῦ φεγγαριοῦ τὸ φῶς,
τοῦ Γεναριοῦ τὰ χιόνια. Κι’ ὡς…
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 121, 1 Ιαν. 1932, σελ. 39.
*
ΟΧΤΑΣΤΙΧΑ
Ἀργοκυλάει τῆς ἐρημιᾶς ἡ πίκρα στὴ χλωμὴ καρδιά,
καὶ τῶν καιρῶν οἱ θύμησες ξανάρχονται ἀσημένιες:
Στὴν Ἀητοράχη μιὰ φορὰ ποὺ παίζαμε, μικρὰ παιδιὰ
δίχως φαρμάκια κι ἔννοιες…
Μιὰ τέτοιαν ὥρα μυστικὴ ποὺ κάθε μέσα μου ἅγιασε,
πόθοι, παλμοί, μιλῆστε!
Κι ἐλᾶτε πάλε στοχασμοὶ κάποιου χαμένου μου ὄνειρου
γιὰ νὰ μὲ νανουρίστε…
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 126, 15 Μαρ. 1932, σελ. 312.
*
ΡΩΜΑΝΤΙΣΜΟΣ
Μὲς στὰ βαθειὰ μεσάνυχτα κυλοῦσε τὸ καράβι,
καὶ στὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας κάποιο ἕνα φῶς κομάτια.
Φανταστικὰ στοῦ κρουσταλλιοῦ τὴν ὄψη, ἡ ἀχτίνα παύει
νὰ καίει σὰ φλόγα, κι ἀλαφρὰ χαϊδεύει σου τὰ μάτια.
Τώρα… Μὰ σὰν ἔναν καιρὸ στῆς μοίρας τὴν πλημμύρα
φεύγεις κι ἐσὺ γιὰ τ’ ὄνειρο, μοιραῖα θὰ ρθεῖ νὰ ὑφάνει
μὲς στην καρδιά σου ἡ δόξα μας τὸ στίχο τοῦ Πορφύρα:
«Μόνο τῆς μπόρας ἔμειναν οἱ γλάροι καπετάνιοι…».
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 134, 15 Ιουλ. 1932, σελ. 761.
*
ΕΡΗΜΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Δῶ, ποὺ μὲ ζῆσαν οἱ προσπάποι
μὲ τὸν παλιὸ τοῦ θρύλου ἀράπη
γιὰ τὴς νεράϊδας τὴν ἀγάπη,
θὰ ξαπλωθῶ, σβυστὴ γωνιά,
τώρα μὲ τοῦ ἄγριου τοῦ χιονιᾶ
τὴν παγωνιά…
Μέσα στοῦ κόσμου τὴν ἐρήμια,
καὶ στῶν ἀξέχαστων τὴ γύμνια,
καὶ στὰ συντρίμια,
βλέπω τὰ ξύλα τοῦ σπιτιοῦ
σὰν ἀσημένιου παλατιοῦ
κολόννες…
Κι ἐκεῖ, στὴν πορφυρὴ γαλήνη,
φάντασμα ἀχνὸ καὶ μαῦρο, ἐκείνη,
τὸ ἀνάερο σβύνει
κεράκι τῶν ἐσπερινῶν,
καὶ τὴν πικρία τῶν οὐρανῶν
καὶ τοὺς χειμῶνες…
– «Εἶδα τὸν ἴσκιο σου, ποὺ πέφτει
μέσα στοῦ ὀνείρου τὸν καθρέφτη
σὰν ἴσκιος κλέφτη…
Ποιά, τάχα, σ’ ἔφεραν φτερά,
στῆς μοναξιᾶς τὴ συφορά,
καὶ ποιὰ χαρά;»
Σιωπή!… – «Στα χέρια τα γιομάτα
φέρνεις τὴν παραδείσια στράτα,
φέρνεις τὰ νιάτα;
Φέρνεις τῆς βάρκας τὰ πανιά,
τῆς πολιτείας τὴ σκοτεινιά;»
– «Δὲ φέρνω…»
– «Καὶ τὸ θλιμένο πρωτοβρόχι,
καὶ τοῦ παραθυριοῦ τὴν κώχη;»
– «Ὄχι!»
Μὰ ἐγώ, στὸ τζάκι τὸ σβυστό,
χαμένες θύμησες κρατῶ
κι ἐλπίδες σέρνω…
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 139, 1 Οκτ. 1932, σελ. 1022.
*
ΤΟ ΧΙΟΝΙ
Τὰ καλοκαίρια φύγαν περιστέρια,
λευκὰ φτερὰ καὶ πέπλα ἀπ’ τὸ στημόνι
τ’ ἀχνὸ τοῦ νοῦ. Μὰ στὰ κρινένια χέρια
τὰ δάχτυλά σου λυώνουν τώρα χιόνι.
Τοῦ νοῦ στημόνι –χιόνι. Καὶ στὴ μόνη
χαρά μας –νὰ σὲ κλάψει ποιὸς μπορεί;–
κάποτε φτάσαμε ὄνειρο κι ἀφιόνι,
καὶ τ’ ὄνειρό μας –θάλασσα οἱ καιροί –
κερὶ καὶ λυώνει. Φεύγεις, γαλανὴ
φλόγα, καπνὸς στὰ σύννεφα τῆς σκέψης.
… Στὸ χιόνι, ἐκεῖ, στ’ ἀδέρφια σου, γυμνή,
Τὰ δάχτυλά σου πάλι θὰ γυρέψεις.
ΡΥΘΜΟΣ, τχ. 7, Απρ. 1933, σελ. 203.
**********************